- κάννη
- ηο σωλήνας του ντουφεκιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κάννη — και κάννα (AM κάννη και κάννα) βλ. κάννα … Dictionary of Greek
κάννη — κάννα fem nom/voc sg (attic epic ionic) κατανέω heap pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κατανέω heap imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάννα — και κάννη, η (AM κάννα και κάννη) νεοελλ. 1. (συνηθέστ. στον τ. κάννη) ο χαλύβδινος σωλήνας τουφεκιού, πιστολιού κ.λπ. μέσα από τον οποίο περνά και εξακοντίζεται το βλήμα 2. βοτ. γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια καννίδες μσν. μέτρο ύψους… … Dictionary of Greek
κοντάκι — Ξύλινο τμήμα τουφεκιών, πάνω στο οποίο προσαρμόζεται η κάννη, επιτρέποντας την εκτέλεση βολής από τον ώμο. Για αριστερόφθαλμους σκοπευτές, αλλά και σε ιδιαίτερους τύπους τουφεκιών, δινόταν στο κ. ανάλογη κλίση προς τα δεξιά του κατακόρυφου… … Dictionary of Greek
μονόκαννος — η, ο 1. (για όπλο) αυτός που έχει μία κάννη 2. το ουδ. ως ουσ. το μονόκαννο όπλο το οποίο έχει μία μόνο κάννη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + καννος (< κάννη), πρβλ. δί καννος. Η λ., στο ουδ. μονόκαννον, μαρτυρείται από το 1866 στο περ. Χρυσαλλίς] … Dictionary of Greek
σκόπευση — Το σύνολο των πράξεων, με τις οποίες ρυθμίζεται ένα πυροβόλο όπλο ή άλλο όργανο εκτόξευσης, ώστε η τροχιά του βλήματος ή του βέλους να φτάνει στο στόχο. Η σ. από θέση εδάφους μπορεί να είναι άμεση, όταν ο στόχος είναι ορατός, και έμμεση όταν δεν… … Dictionary of Greek
CANNAE — vicus Apuliae Peucetiae, non procul ab Aufido fiuv. circa quem Annibal P. Aemilium, et Terentium Varronem Consul. ingenti clade superavit, caesis quadraginta Romanorum milibus, tantôque equitum numerô, ut tres annulorum modios in signum Victoriae … Hofmann J. Lexicon universale
βέργα — I Αρχαία πόλη της Βισαλτίας (Μακεδονία) στον ποταμό Στρυμόνα, 200 στάδια από την Αμφίπολη. Η B., που υπήρξε γενέτειρα του κωμικού Αντιφάνη, ήταν μέλος της A’ Αθηναϊκής συμμαχίας. Η Β. λεγόταν και Βέργιον. II Ορεινός οικισμός (υψόμ. 910 μ., 147… … Dictionary of Greek
βραχύκαννος — η, ο (για όπλα) 1. αυτός που έχει κοντή κάννη 2. το ουδ. ως ουσ. βραχύκαννο, το μικρό τουφέκι … Dictionary of Greek
γέμιση — η 1. το να γεμίζει κανείς κάτι με κάτι άλλο 2. στρατ. το να βάζει κανείς πυρομαχικά στον σωλήνα τού πυροβόλου ή φυσίγγια στην κάννη τού όπλου 3. το παρασκεύασμα, το υλικό με το οποίο παραγεμίζονται διάφορα κηπευτικά (ντομάτες, μελιτζάνες),… … Dictionary of Greek